- καθαγισμός
- καθαγισμός, ὁ (Α) [καθαγίζω]1. καθιέρωση, αφιέρωση προσφορών σε νεκρούς2. συνεκδ. επικήδεια τελετή («τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν... ὁρᾱτε», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαγισμός — funeral rites masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγισμούς — καθαγισμός funeral rites masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγισμῶν — καθαγισμός funeral rites masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)